- λογόστεμα
- τουπόσχεση γάμου, μνηστεία, αρραβώνας.[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *λογοστέφω, τού οποίου μαρτυρείται μόνο η μτχ. παθ. παρακμ. λογοστεμένος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λογόστεμα — το, ατος υπόσχεση γάμου, αρραβώνιασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λογο- — (AM λογο ) α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που σημαίνει ότι το δηλούμενο από τη σύνθετη λέξη γίνεται με λόγια (πρβλ. λογειατρία, λογόγριφος, λογοπαίγνιο) ή έχει γενικότερα ως αντικείμενο τον λόγο (πρβλ. λογογράφος, λογοκλόπος,… … Dictionary of Greek